- ἐπιζαφελῶς
- ἐπιζάφελοςvehementadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιζαφελής — ἐπιζαφελής, ές (Α) (ουδ.) ἐπιζαφελές οργίλο, γεμάτο οργή. επίρρ... ἐπιζαφελῶς με οργή και μνησικακία («αἰὲν ἐπιζαφελῶς χαλεπαίνει», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek